ανδροπρεπής

ανδροπρεπής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ.  ουδ. -ή, επίρρ. -ώς, αυτός που αρμόζει σε άντρα: Η στάση του αναμφισβήτητα υπήρξε ανδροπρεπής. Oυσ. ανδροπρέπεια, η: Δεν έδειξε καθόλου ανδροπρέπεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανδροπρεπής — ές (Μ ἀνδροπρεπής) αυτός που αρμόζει σε άνδρα …   Dictionary of Greek

  • αρρενοπρεπής — ἀρρενοπρεπής, ές (Α) ο ανδροπρεπής, αυτός που ταιριάζει σε άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, θηλυπρεπής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • έπανδρος — ἔπανδρος, ον (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον ανδρικό, αρρενωπό παράστημα. επίρρ... ἐπάνδρως ανδρικά, γενναία, με ανδρικό… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοπρεπώς — ἀδελφοπρεπῶς επίρρ. (Α) όπως ταιριάζει σε αδελφό, με αδελφική αγάπη και τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφὸς + πρεπὴς < πρέπει (πρβλ. ανδροπρεπής)] …   Dictionary of Greek

  • αλογοφαγάς — ο (θηλ. φάγισα ή ισσα) 1. αυτός που τρώει αλογήσιο κρέας (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια) 2. το θηλ. α) γυναίκα φλύαρη και αδιάντροπη β) γυναίκα ανδροπρεπής γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + φαγάς] …   Dictionary of Greek

  • ανδρικός — ή, ό και αντρικός (Α ἀνδρικός, ή, όν) 1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος 2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος αρχ. 1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες 2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ) 3. το ανδρικόν ανδρεία …   Dictionary of Greek

  • αρρενώδης — ἀρρενώδης, ες (Α) [άρρην] ο ανδροπρεπής, ο αρρενωπός …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπρεπής — ές (Α ἀρχαιοπρεπής, ές) αυτός που μοιάζει με τους αρχαίους ή που ταιριάζει στους αρχαίους τρόπους αρχ. ο σεβαστός εξαιτίας της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, δουλοπρεπής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”