ανδροπρεπής — ές (Μ ἀνδροπρεπής) αυτός που αρμόζει σε άνδρα … Dictionary of Greek
αρρενοπρεπής — ἀρρενοπρεπής, ές (Α) ο ανδροπρεπής, αυτός που ταιριάζει σε άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, θηλυπρεπής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
έπανδρος — ἔπανδρος, ον (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον ανδρικό, αρρενωπό παράστημα. επίρρ... ἐπάνδρως ανδρικά, γενναία, με ανδρικό… … Dictionary of Greek
αδελφοπρεπώς — ἀδελφοπρεπῶς επίρρ. (Α) όπως ταιριάζει σε αδελφό, με αδελφική αγάπη και τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφὸς + πρεπὴς < πρέπει (πρβλ. ανδροπρεπής)] … Dictionary of Greek
αλογοφαγάς — ο (θηλ. φάγισα ή ισσα) 1. αυτός που τρώει αλογήσιο κρέας (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια) 2. το θηλ. α) γυναίκα φλύαρη και αδιάντροπη β) γυναίκα ανδροπρεπής γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + φαγάς] … Dictionary of Greek
ανδρικός — ή, ό και αντρικός (Α ἀνδρικός, ή, όν) 1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος 2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος αρχ. 1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες 2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ) 3. το ανδρικόν ανδρεία … Dictionary of Greek
αρρενώδης — ἀρρενώδης, ες (Α) [άρρην] ο ανδροπρεπής, ο αρρενωπός … Dictionary of Greek
αρχαιοπρεπής — ές (Α ἀρχαιοπρεπής, ές) αυτός που μοιάζει με τους αρχαίους ή που ταιριάζει στους αρχαίους τρόπους αρχ. ο σεβαστός εξαιτίας της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, δουλοπρεπής)] … Dictionary of Greek